ἐπιμελητικόν

ἐπιμελητικόν
ἐπιμελητικός
able to take charge
masc acc sg
ἐπιμελητικός
able to take charge
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιμελητικός — ἐπιμελητικός, ή, όν (Α) [επιμελητής] 1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι 2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν η επιμέλεια, η φροντίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”